- προβάρω
- Ν1. κάνω πρόβα, δοκιμάζω («πρόβαρα το πανταλόνι να δω αν μού κάνει»)2. ναυτ. πλευρίζω σε προκυμαία ή σε άλλο πλοίο, παραβάλλω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. provare (βλ. λ. πρόβα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προβάρω — προβάρω, πρόβαρα και προβάρισα βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προβάρω — (από λ. ιταλ.), κάνω δοκιμή, δοκιμάζω: Περάστε στο θάλαμο να προβάρετε το φόρεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προβάρισμα — το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προβάρω, το να κάνει κάποιος πρόβα 2. ναυτ. η παραβολή, το πλεύρισμα πλοίου σε προβλήτα ή σε άλλο πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα] … Dictionary of Greek